Οβελός -ή οβελίτης- άρτος. Έτσι λεγόταν η βάφλα στην Κόρινθο την εποχή που υπήρχαν οι Πόλεις-Κράτη, σύμφωνα με σχετικά ευρήματα στις αρχές του 1900. Την παρασκεύαζαν με αλεύρι σίτου ή ζέας και αυγά, και τη γέμιζαν με σύκα και ελιές και, όπως μαρτυρά το όνομά του, ψηνόταν μέσα σε καλούπια, τους οβελίσκους. Ναι, μπορούμε να είμαστε και γι’ αυτό περήφανοι: η λατρεμένη ανά τον κόσμο βάφλα, γεννήθηκε και αυτή, στην Αρχαία Ελλάδα.

Με την κατάκτηση του 735 π.Χ. ο γλυκός αυτός άρτος μεταφέρθηκε από την Κόρινθο στη Μάλτα και το Γκόζο όπου έγινε τυπικό κέρασμα στις γιορτές. Μέχρι τον δωδέκατο αιώνα, οι πολίτες των δύο νησιών προσέφεραν οβελούς έξω από τις εκκλησίες κατά τη διάρκεια του Πάσχα και των Χριστουγέννων, αλλάζοντας ελαφρώς τη συνταγή και, κυρίως, την προετοιμασία: οι Μαλτέζοι  αρχίζουν να ψήνουν τους οβελούς ανάμεσα σε δύο στρογγυλές, σιδερένιες πλάκες στερεωμένες μεταξύ τους. Σας θυμίζει τίποτα; Είναι ο πρόγονος της βαφλιέρας.

Οι πρώτες γνωστές βελγικές βάφλες

Όταν έφτασαν στη Μάλτα πρώτα οι Νορμανδοί και οι Ανζού αργότερα, ο οβελός άρτος άλλαξε την εθνικότητα και το όνομά του: Ο Μεσαίωνας τον έφερε στη Γαλλία όπου από τον 14ου  αιώνα χρονολογείται και η πρώτη γραπτή συνταγή η οποία περιείχε μόνο αυγά, αλεύρι, αλάτι και κρασί. Η δεύτερη συνταγή βρίσκεται σε χειρόγραφο το 16ου  αιώνα και περιέχει και άλλα συστατικά όπως ζάχαρη, βούτυρο, μαγιά και μπαχαρικά.  Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα οι βάφλες έμοιαζαν επίσης πολύ με την όστια των Καθολικών, αλλά μεγαλύτερες σε μέγεθος και απεικόνιζαν θρησκευτικές εικόνες. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο ότι ένας ηγούμενος και ένας σιδηρουργός από το Βέλγιο εμπνεύστηκαν ένα νέο εργαλείο ψησίματος: πλάκες από χυτοσίδηρο σε σχήμα κυψέλης.

Έτσι, προέκυψαν και οι ονομασίες gaufre και waffle που ουσιαστικά παραπέμπουν στο ίδιο γλυκό – με παραλλαγές ανάλογα τους τόπους και τις παραδόσεις. Gaufre στα γαλλικά σημαίνει κηρήθρα όπως και η λέξη Waffle η οποία εμφανίστηκε στην αγγλική γλώσσα το 1725 προερχόμενη από την ολλανδική wafel που με τη σειρά της έχει τις ρίζες της στη μεσαιωνική λέξη wafele.

Από τη στιγμή που το γλύκισμα έφτασε στη Γαλλία, όπου συνήθιζαν να το συνοδεύουν με τυρί ή μέλι, το ένδοξο μέλλον της βάφλας είχε αρχίσει. Ακολουθώντας τη ροή του Ρήνου κατέκτησε αρχικά το Βέλγιο και την Ολλανδία (15ος  αιώνας), τη Γερμανία (17ος  αιώνας) και τελικά ολόκληρη την Ευρώπη όπου συνέχισε να υπόκειται σε παραλλαγές και τοπικές εκδόσεις.

Και εγένετο η περίφημη αμερικάνικη βάφλα

Από τις Κάτω Χώρες, οι wafels σάλπαραν για τον Νέο Κόσμο χάρη στους «Προσκηνυτές Πατέρες», τους Άγγλους εποίκους που μαζί τους είχαν και τα poffers, που δεν ήταν παρά μεταλλικές θερμαινόμενες κηρήθρες.

Ήταν η στιγμή που το όνομά του αρχαίου οβελίτη άρτου θα άλλαζε οριστικά σε waffle. Η αρχή έγινε στη Νέα Υόρκη (πρώτη ολλανδική αποικία, η οποία πωλήθηκε στους Βρετανούς για μοσχοκάρυδο) και στη συνέχεια διαδόθηκε στη Βιρτζίνια και τη Λουιζιάνα. Στις δύο πολιτείες του Νότου, οι βάφλες ακόμη και σήμερα αποτελούν παραδοσιακή απόλαυση, ιδίως στη Νέα Ορλεάνη όπου σε σημαντικές γιορτές εκτός από τηγανίτες, παρασκευάζουν και πολύχρωμες βάφλες.

Στη Βιρτζίνια, η παράδοση συνδέεται και με τον τρίτο πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, Τόμας Τζέφερσον. Φαίνεται ότι ο επιστήμονας που απεικονίστηκε στο όρος Rushmore αγαπούσε πολύ τις βάφλες και ότι μετά από ένα ταξίδι στη Γαλλία έφερε δεκάδες συσκευές παρασκευής βάφλας από την Ευρώπη, επειδή ήταν ανώτερης ποιότητας.

Οι βάφλες έγιναν πιο προσιτές σε όλους με την πτώση της τιμής της ζάχαρης, στις αρχές του 18ου  αιώνα. Εκείνη την εποχή, ήταν η Γερμανία που ξεχώριζε για τις βάφλες της – και σήμερα φημίζονται οι γερμανικές βάφλες που όμως είναι πιο λεπτές και πιο τραγανές: μπορούσε κανείς να τις απολαύσει αρωματισμένες με καφέ, με κάρδαμο, με μοσχοκάρυδο ή και πασπαλισμένες με ζάχαρη. Από την πλευρά τους, οι Γάλλοι θέλησαν να τις κάνουν πιο ανάλαφρες προσθέτοντας στη ζύμη μαρέγκα, ξύσμα από λεμόνι, κρασί και γαρύφαλλο ενώ υπήρχε συνταγή και για σοκολατένιες βάφλες.

Παρόλα αυτά, μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα σπάνια έβρισκε κανείς συνταγές για βάφλες στα βιβλία μαγειρικής. Σύμφωνα μάλιστα με διάφορες πηγές στη Γαλλία μόνο 29 ζαχαροπλάστες γνώριζαν τον τρόπο παρασκευής τους. Από τη στιγμή που έκανε την εμφάνισή της η ηλεκτρική βαφλιέρα όμως, το 1918, άρχισαν να μπαίνουν και στα σπίτια αν και μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’30 μπορούσε κανείς να βρει μόνο έτοιμα μείγματα για βάφλα.

Η συνταγή για βάφλες εξακολουθεί να εξελίσσεται ακόμη και σήμερα ενώ μπορούμε να την απολαύσουμε με μία τεράστια ποικιλία επιλογών, από μέλι, διάφορα σιρόπια, παγωτό και ξηρούς καρπούς αλλά και σε αλμυρή εκδοχή. Και αν ακόμη μπορούμε πλέον να τη φτιάξουμε στο σπίτι μας, είναι γεγονός ότι κάποιοι διατηρούν το μεγάλο μυστικό της ξεχωριστής γεύσης της. Δεν είναι άλλοι από τους επαγγελματίες του είδους που ξέρουν να εξυψώνουν τον ουρανίσκο προσφέροντας τον κυψελωτό αυτό πειρασμό στην καλύτερή του εκδοχή.